- δίκροτος
- -η, -ο (Α δίκροτος, -ον)φρ. «δίκροτος, σφυγμός» — ο σφυγμός που χτυπάει δύο φορές σε κάθε συστολήνεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το δίκροτο πολεμικό ιστιοφόρο (17ος-19ος αιώνας) με τα πυροβόλα του τοποθετημένα σε δύο πυροβολείααρχ.1. φρ. «δικρότοισι κώπαις» — ενώ τα κουπιά χτυπούσαν το κύμα κι απ' τις δυο μεριές τού πλοίου2. φρ. «δίκροτος ἀμαξιτός» — δρόμος από τον οποίο χωρούσαν να περάσουν δύο άμαξες3. το θηλ. ως ουσ. η δίκροτοςπλοίο με δύο σειρές κουπιών σε κάθε πλευρά.
Dictionary of Greek. 2013.